- προδόρπια
- προδόρπια, τά,A early supper, Schwyzer725.1 (Milet., vi B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδόρπι(ο) — το, Ν, και μόνο στον πληθ. προδόρπια, τά, Α νεοελλ. ορεκτικό, μεζές αρχ. πρόγευμα πριν από το κυρίως δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δόρπον «δείπνο»] … Dictionary of Greek